Η αναβλητικότητα ο «κλέφτης του χρόνου» όπως πολλοί την αποκαλούν, αυτή η τάση του να καθυστερούμε τη δράση αφορά τους περισσότερους από εμάς. Στην πραγματικότητα όλοι πέφτουμε θύματα της γοητείας της όταν αντί να ασχοληθούμε με μια εργασία που πρέπει να παραδοθεί την επόμενη ημέρα επικεντρωνόμαστε στον σχολαστικό καθαρισμό του γραφείου μας ή θυμόμαστε ότι πρέπει να πετάξουμε τα σκουπίδια ή να πάμε με το σκύλο μας βόλτα.
Όταν η αναβλητικότητα μας επισκέπτεται περιστασιακά, τότε οι επιπτώσεις είναι αμελητέες και πολλές φορές μπορεί να έχουν και μια θετική χροιά. Η χρονιότητα όμως αυτής της συμπεριφοράς μπορεί να αποτελέσει σημαντικό πρόβλημα με αρνητικές συνέπειες στην καθημερινότητα μας, τις σχέσεις και την εργασία μας.
Αυτή η συστηματική μετάθεση στο μέλλον υποχρεώσεων και εργασιών φαίνεται να είναι ριζωμένη βαθιά μέσα στην ανθρώπινη φύση και γι’ αυτό δεν είναι εύκολο να ελεγχθεί.
Δεν είναι τυχαίο ότι υψηλά ποσοστά του γενικού πληθυσμού ανά τον κόσμο περιγράφουν την αναβλητικότητα ως ένα «σημαντικό πρόβλημα» της καθημερινότητας τους. Η αναβλητικότητα συναντάται επίσης συχνά και στην ακαδημαϊκή κοινότητα καθώς πολλοί φοιτητές/τριες τείνουν να αναβάλλουν τα ακαδημαϊκά τους καθήκοντα παρόλο που έχουν επίγνωση των αρνητικών επιπτώσεων αυτής της προσέγγισης.
Διάφορες ψυχολογικές σχολές προσπαθούν να εξηγήσουν το φαινόμενο αυτό ως προς τα αίτια και την προέλευση του, για παράδειγμα η ψυχοδυναμική εκδοχή των αιτιών εμφάνισης της υποστηρίζει ότι η αναβλητικότητα σχετίζεται με την ανατροφή και τη σχέση με τους γονείς μας καθώς μια πιεστική, εξαναγκαστική και αυστηρή ανατροφή συνδέεται με το βαθμό αναβλητικότητας του ατόμου στην ενήλικη ζωή. Αυτό συμβαίνει καθώς η πίεση του χρόνου (το ρολόι) αντικαθιστά την πίεση από τις πατρικές εξαναγκαστικές φιγούρες εξουσίας, έτσι το συναίσθημα θυμού απέναντι στους γονείς στρέφεται προς τον χρόνο και μετατρέπεται σε μια αντίδραση προς την πίεση και τον εξαναγκασμό.
Η συμπεριφορική προσέγγιση εξηγεί την αναβλητικότητα σε σχέση με το φαινόμενο της συντελεστικής ενίσχυσης ή μάθησης κατά την οποία μέσα από μια σειρά συμπεριφορικών διεργασιών αντίδρασης-επιβράβευσης η αναβλητική συμπεριφορά ενισχύεται και έτσι αναπτύσσεται μια δυνατή σχέση ανάμεσα στην αναβλητικότητα και το θετικό ή δυσάρεστο αποτέλεσμα. Σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση δεν είναι τυχαίο ότι φοιτητές με αναβλητικότητα θυμούνται πολύ περισσότερα παραδείγματα επιτυχημένων εργασιών οι οποίες έγιναν την τελευταία στιγμή συγκριτικά με φοιτητές που δεν παρουσιάζουν αναβλητικότητα . Άλλοι χρησιμοποιούν την αναβλητικότητα προκειμένου να αποφύγουν έναν δυσάρεστο ερέθισμα που έχουν συνδέσει με μια συγκεκριμένη ενέργεια (π.χ. ολοκλήρωση μιας εργασίας), καθώς θέλουν να ξεφύγουν από το φόβο για τις συνέπειες μιας πιθανής αποτυχίας.
Παρόλα αυτά κάποιες φορές η αναβλητικότητα δεν θεωρείται εμπόδιο στην άρτια ολοκλήρωση μιας εργασίας ή την εκπλήρωση ενός στόχου καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις αυτή μας η στάση δημιουργεί έναν χώρο υποσυνείδητης επεξεργασίας μιας πρόκλησης η οποία μπορεί να οδηγήσει σε ένα πιο δημιουργικό και καλό αποτέλεσμα. H xρόνια συστηματική αναβλητικότητα όμως μπορεί να αποτελέσει σύμπτωμα ψυχοπαθολογίας συμπεριλαμβανομένων των διαταραχών της διάθεσης, του άγχους και της κατάχρησης ουσιών και θεωρείται ένας από τους πιο έγκυρους προβλεπτικούς παράγοντες χαμηλής ακαδημαϊκής απόδοσης ανάμεσα σε φοιτητές, καθώς και μειωμένων επιπέδων υγείας στο γενικό πληθυσμό.
Η αντιμετώπιση της αναβλητικότητας σε μεγάλο βαθμό αφορά την κατανόηση των λόγων που οδηγούν σε μια τέτοια συμπεριφορά και στη συνέχεια με αργά αλλά σταθερά βήματα σωστού προγραμματισμού την αντικατάσταση της από ποιο λειτουργικές συμπεριφορές. Σε αυτή την προσπάθεια αρωγός έχει αποδειχτεί ότι μπορεί να είναι η γνωσιακή-συμπεριφορική προσέγγιση του προβλήματος αλλά και άλλες μορφές συμβουλευτικής και ψυχολογικής στήριξης. Είναι δε σημαντικό να θυμόμαστε την παρότρυνση του Βενιαμίν Φραγκλίνου “… μην αναβάλλεις για αύριο κάτι που μπορείς να κάνεις σήμερα” !
Σπύρος Πολίτης
Ψυχολόγος PhD
Το έργο συγχρηματοδοτείται από την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο) μέσω του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού, Εκπαίδευση και Διά Βίου Μάθηση».